Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρομέας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 sport corrido`re ~m~
2 informatica curso`re ~m~

δρομεύς
ουσιαστικό αρσενικό

variante letteraria di [δρομέας ^-α, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρομάκι δρομίσκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---