Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδρόλαπας
ουσιαστικό αρσενικό variante di [δρολάπι] δρολάπι ουσιαστικό ουδέτερο 1 torna`do ~m~ 2 uraga`no ~m~ 3 tempe`sta ~f~ di vento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |