Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δριμύς  
επίθετο

1 acre; punge`nte, aspro δριμεία οσμή==odore acre
2 πικάντικος picca`nte
3 [senso figurato] morda`ce; seve`ro; aspro δριμείες παρατηρήσεις==osservazioni mordaci
4 ((figurato)) ri`gido; aspro δριμύς χειμώνας==inverno rigido

δριμύτατος
επίθετο

superlativo di [δριμύς]

δριμύτερος
επίθετο

comparativo di [δριμύς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρέπω δριμύτητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---