Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδρεπάνι
ουσιαστικό ουδέτερο agricoltura fa`lce ~f~ δρέπανο ουσιαστικό ουδέτερο lo stesso che [δρεπάνι ^-ιού, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |