Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρέπω  
ρήμα μεταβατικό

agricoltura co`gliere; mie`tere δρέπω άνθη==cogliere i fiori | δρέπω τους καρπούς των κόπων μου==raccogliere i frutti delle proprie fatiche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δρεπανοειδής δριμύς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---