Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διφθεριτιδικός [επίθ.] διχοτόμος [θηλ.ουσ]
διφθογγίζω [ρ.αμτβ.] διχοτομούμαι [ρ. παθ.]
διφθογγισμός [ουσ αρσ ] διχοτομώ {διχοτομεί...
δίφθογγος [ουσ αρσ και θηλ.] δίχρονο [ουσ ουδ.]
διφορούμενος [επίθ.] δίχρονος [επίθ.]
δίφραγκο [ουσ ουδ.] διχρωισμός [ουσ αρσ ]
δίφυλλος [επίθ.] διχρωματικός [επίθ.]
διφωνία {διφωνιών} διχρωματισμός [ουσ αρσ ]
διχάζομαι [ρ. παθ.] διχρωμία {διχρωμιών...
διχάζω {δίχασ-α, ... διχρωμιούχος [επίθ.]
διχάλα [θηλ.ουσ] δίχρωμος [επίθ.]
διχαλωτός [επίθ.] διχτάκι [θηλ.ουσ]
διχασμένος [επίθ.] δίχτυ {διχτ-υού ...
διχασμός [ουσ αρσ ] δίχως [πρόθ.]
δίχειλος [επίθ.] δίχως [σύνδ.]
διχλωρίδιο [ουσ ουδ.] δίψα {χωρ. πληθ...
διχογνωμία {διχογνωμι... διψαλέος [επίθ.]
διχογνωμοσύνη [θηλ.ουσ] διψασμένος [επίθ.]
διχογνωμώ [-είς, -εί... διψήφιος [επίθ.]
διχογνωμών [επίθ.] διψώ {διψάς... ...
διχόνοια {διχονοιών... διωγμένος [επίθ.]
διχοστασία {διχοστασι... διωγμός [ουσ αρσ ]
διχοτομημένος [επίθ.] διωδία {διωδιών}
διχοτόμηση {-ης κ. -ή... διώκομαι [ρ. παθ.]
διχοτομικός [επίθ.] διώκτης {διωκτών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: