Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιχάζομαι
ρήμα παθητικό 1 fe`ndersi 2 sdoppia`rsi διχάζω ρήμα μεταβατικό separa`re; divi`dere/sci`ndere in due οι εκλογές δίχασαν το λαό==le elezioni hanno diviso in due il popolo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |