Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιχοτόμηση
ουσιαστικό θηλυκό bipartizio`ne ~f~; scissio`ne ~f~; divisio`ne ~f~ in due διχοτόμηση γωνίας==geometria bisezione di un angolo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |