Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιχασμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [διχάζω] 2 divi`so; contrasta`nte; discorda`nte διχασμένη προσωπικότητα==doppia personalità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |