Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διχαλωτός  
επίθετο

bi`fido; biforcu`to; forcu`to διχαλωτή ουρά==coda forcuta | διχαλωτή γλώσσα==lingua biforcuta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διχάλα διχασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---