Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διχογνωμοσύνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 disse`nso ~m~
2 dissi`dio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διχογνωμία διχογνωμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---