Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βόλεϊ [ουσ ουδ.] βόλισμα [ουσ ουδ.]
βόλεϊμπολ, βόλεϊ μπολ [ουσ ουδ.] Βολιώτης [ουσ αρσ ]
βολεϊμπολίστας [ουσ αρσ ] Βολιώτισσα [θηλ.ουσ]
βολεϊμπολίστρια [θηλ.ουσ] βόλλεϊ-μπολ [ουσ ουδ.]
βόλεμα {βολέμ-ατο... βολοδέρνω Ρ αόρ. βολ...
βολεμένος [επίθ.] βολοκόπος [ουσ αρσ ]
βολετός [επίθ.] βόλος [ουσ αρσ ]
βόλεϋ [ουσ ουδ.] βόλτα {χωρ. γεν....
βολεύομαι [ρ. παθ.] βολτάζ [ουσ ουδ.]
βολεύω {βόλ-εψα, ... βολταϊκός [επίθ.]
βολή{1} [θηλ.ουσ] βολτάμετρο {βολταμέτρ...
βολή{2} [θηλ.ουσ] βολτάρω {βόλταρ-α ...
βόλι {χωρ. γεν.... βολτίτσα [θηλ.ουσ]
Βολιβιανή [θηλ.ουσ] βολτόμετρο {βολτομέτρ...
Βολιβιανός [ουσ αρσ ] βολφράμιο {βολφραμίο...
βολίδα [θηλ.ουσ] βολφραμίτης [ουσ αρσ ]
βολιδοσκοπημένος [επίθ.] βόμβα {βομβών}
βολιδοσκόπηση [θηλ.ουσ] βομβαρδίζω {βομβάρδισ...
βολιδοσκοπώ {βολιδοσκο... βομβαρδισμός [ουσ αρσ ]
βολίζω {βόλισ-α, ... βομβαρδιστής [ουσ αρσ ]
βολικά [επίρ.] βομβαρδιστικός [επίθ.]
βολικός [επίθ.] βομβητής [ουσ αρσ ]
βολικότατος [επίθ.] βομβιστής [ουσ αρσ ]
βολικότερος [επίθ.] βομβιστικός [επίθ.]
βολικότητα [θηλ.ουσ] βομβίστρια {βομβιστρι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: