Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βόλτα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 κλειδαριάς giro ~m~; manda`ta ~f~; volta ~f~ φέρνω δύο βόλτες το κλειδί==dare due giri di chiave, due mandate
2 με τα πόδια passeggia`ta ~f~ πάω μια βόλτα στην πλατεία==vado a fare due passi in piazza
3 με το αυτοκίνητο giro ~m~, gire`tto ~m~ μια βόλτα με το αμάξι==un giro in macchina | πήγαμε μια βόλτα μέχρι το Σούνιο==abbiamo fatto una passeggiata fino a Sunio+++παίρνω την κάτω βόλτα==andare di male in peggio, sempre peggio, in malora, a rotoli | τα φέρνω βόλτα==cavarsela, sbarcare il lunario, tirare avanti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βόλος βολτάζ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πιγαίνω βόλτα = andare a spasso || παίρνω την κάτω βόλτα = andare in malora || κάνω μια βόλτα = fare due passi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---