Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βολτάρω  
ρήμα αμετάβατο

passeggia`re; anda`re a spasso; gironzola`re βολτάραμε όλο το βράδυ==abbiamo girellato per tutta la sera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βολτάμετρο βολτίτσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---