Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βόμβα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 bomba ~f~ ωρολογιακή βόμβα==bomba ad orologeria
2 bo`mbola ~f~+++είδηση βόμβα==bomba, notizia esplosiva | το νέο έπεσε σαν βόμβα==la notizia è esplosa come una bomba

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βολφραμίτης βομβαρδίζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ωρολογιακή βόμβα = bomba [θηλ.] ad orologeria


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---