Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βόμβος  
ουσιαστικό αρσενικό

ronzi`o ~m~; bombo ~m~ ο βόμβος των μελισσών==il ronzio delle api

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βομβοβόλο βόμβυκας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---