Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβομβιστής
ουσιαστικό αρσενικό bombaro`lo ~m~; dinamita`rdo ~m~ βομβίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [βομβιστής ^-ή, ο^] 2 bombaro`la ~f~; dinamita`rda ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |