Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βοοειδή  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

bovi`ni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοοειδές βορά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα βοοειδή = i bovini [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---