Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βορά  
ουσιαστικό θηλυκό

pasto ~m~; preda ~f~ άφησαν το πτώμα άταφο, βορά των ορνέων==lasciarono il cadavere in pasto agli avvoltoi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βοοειδή βόρακας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---