Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βόλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 zolla ~f~
2 palli`na ~f~; bi`glia ~f~ παίζω βόλους==giocare alle biglie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βολοκόπος βόλτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---