Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βολοδέρνω  
ρήμα αμετάβατο

1 ((popolare)) ro`mpere le zolle, erpica`re
2 ((figurato)) affatica`rsi, vaga`re όλη του τη ζωή βολόδερνε στη θάλασσα==ha vagato sui mari per tutta la sua vita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βόλλεϊ-μπολ βολοκόπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---