Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βολιώτης
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ di Volos

Βολιώτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βολιώτης ^-η, ο^]
2 abita`nte ~f~ di Volos

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βόλισμα βόλλεϊ-μπολ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---