Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβολικός
επίθετο 1 co`modo; conforte`vole βολικό σπίτι==casa confortevole 2 accomoda`nte βολικός άνθρωπος==persona accomodante βολικότατος επίθετο superlativo di [βολικός] βολικότερος επίθετο comparativo di [βολικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |