Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βολεύομαι
ρήμα παθητικό

1 me`ttersi co`modo βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα πλάι στο τζάκι==si è messo comodo in una poltrona vicino al camino
2 sistema`rsi με την κληρονομιά που πήρε βολεύτηκε για όλη του τη ζωή==con l' eredità che ha preso (si) è sistemato per tutta la vita

βολεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 sistema`re πώς βόλεψες τόσα ρούχα σ' αυτή τη ντουλαπίτσα;==come sei riuscito a sistemare tanti abiti in quel piccolo armadio?
2 καταφέρνω arrangia`rsi; cava`rsela δεν τα βολεύω μ' ένα μόνο μισθό==non riesco a cavarmela con uno stipendio solo | τα βολεύει όπως όπως==si arrangia come può | ο θείος του τον βόλεψε σε μια τράπεζα==suo zio l'ha sistemato in banca
3 persona sistema`re
4 far co`modo έλα όποτε σε βολεύει==viéni quando ti fa comodo | θα με βόλεύε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα==mi farebbe comodo un appartamento più grande

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βόλεϋ βολή{1}  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---