Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβολή{1}
ουσιαστικό θηλυκό 1 militare tiro ~m~; sparo ~m~; colpo ~m~ πεδίο βολής==poligono di tiro 2 χτύπημα colpo ~m~ 3 sport la`ncio ~m~; getto ~m~ η τρίτη βολή ήταν άκυρη==il terzo lancio è stato dichiarato nullo βολή{2} ουσιαστικό θηλυκό ((popolare)) comodità ~f~; a`gio ~m~; co`modo ~m~ αυτός κοιτάει μόνο τη βολή του==è una persona che fa solo i suoi comodi | το σπίτι αυτό έχει όλες τις βολές==questa casa ha tutte le comodità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |