Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Βολιβιανή
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Βολιβιανός ^-ού, ο^]
2 bolivia`na ~f~, abita`nte ~f~ della Boli`via

Βολιβιανός  
ουσιαστικό αρσενικό

bolivia`no ~m~, abita`nte ~m~ della Boli`via

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βόλι βολίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---