Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sartìna (θηλ.ουσ) sàssone (επίθ.)
sartiòla (θηλ.ουσ) sassóso (επίθ.)
sàrto (ουσ αρσ ) sàtana (ουσ αρσ )
sartorìa (θηλ.ουσ) satanàsso (ουσ αρσ )
sartoriàle (επίθ.) satànico (αρσ. επίθ και ουσ)
sartòrio (αρσ. επίθ και ουσ) satanìsmo (ουσ αρσ )
sassafràsso (ουσ αρσ ) satellitàre (επίθ.)
sassàia (θηλ.ουσ) satèllite (ουσ αρσ )
sassaiòla (θηλ.ουσ) satellitìsmo (ουσ αρσ )
sassaiòlo (επίθ.) satellizzàre (ρ. μτβ.)
sassarése (ουσ αρσ ) satellizzazióne (θηλ.ουσ)
sassarése (επίθ.) satin (ουσ αρσ )
sassàta (θηλ.ουσ) satinàre (ρ. μτβ.)
sassàtile (επίθ.) satinàto (επίθ.)
sassèlla (ουσ αρσ ) satinatùra (θηλ.ουσ)
sassèllo (ουσ αρσ ) sàtira (θηλ.ουσ)
sàsseo (επίθ.) satireggiàre (ρ.αμτβ.)
sasséto (ουσ αρσ ) satireggiàre (ρ. μτβ.)
sassìfraga (θηλ.ουσ) satirésco (επίθ.)
sàsso (ουσ αρσ ) satirìasi (θηλ.ουσ)
sassofonìsta (ουσ αρσ και θηλ.) satiricaménte (επίρ.)
sassòfono (ουσ αρσ ) satìrico (επίθ.)
sàssola (θηλ.ουσ) satirióne (ουσ αρσ )
sassolìno (ουσ αρσ ) sàtiro (ουσ αρσ )
sàssone (ουσ αρσ και θηλ.) satìvo (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: