Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iernòtte (επίρ.) ìgneo (επίθ.)
ierocràtico (επίθ.) ignicolo (ουσ αρσ )
ierocrazìa (θηλ.ουσ) ignìfero (επίθ.)
ierofànte (ουσ αρσ ) ignifugàre (ρ. μτβ.)
ieroglìfico (αρσ. επίθ και ουσ) ignifugazióne (θηλ.ουσ)
ierséra (επίρ.) ignìfugo (επίθ.)
iettàre (ρ. μτβ.) ignipuntùra (θηλ.ουσ)
iettàto (επίθ.) ignispicio (ουσ αρσ )
iettatóre (ουσ αρσ ) ignìto (επίθ.)
iettatùra (θηλ.ουσ) ignitron (ουσ αρσ )
ìfa (θηλ.ουσ) ignìvomo (επίθ.)
Ifigènia (κύρ.όν. θηλ.) ignizióne (θηλ.ουσ)
igèa (θηλ.ουσ) ignòbile (επίθ.)
igiène (θηλ.ουσ) ignobilitare (ρ. μτβ.)
igienicaménte (επίρ.) ignobilménte (επίρ.)
igiènico (επίθ.) ignobiltà (θηλ.ουσ)
igienìsta (ουσ αρσ και θηλ.) ignomìnia (θηλ.ουσ)
iglò (ουσ αρσ ) ignominióso (επίθ.)
iglù (ουσ αρσ ) ignorantàggine (θηλ.ουσ)
ignàme (ουσ αρσ ) ignorànte (ουσ αρσ και θηλ.)
ignàro (επίθ.) ignorànte (επίθ.)
ignàvia (θηλ.ουσ) ignorantèllo (ουσ αρσ )
ignàvo (ουσ αρσ ) ignoranteménte (επίρ.)
ignàvo (επίθ.) ignorantóne (ουσ αρσ )
Ignàzio (ουσ αρσ ) ignorànza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: