ItalianoGreco


igienìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [iʤeˈnista]

1 κατά φαντασία ασθενής
2 υγιεινολόγος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---