Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ignàvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲavo]

1 ακαμάτης
2 ραχατλής
3 αρχιτεμπέλης
4 τεμπελχανάς
5 μαχμουρλής
6 τεμπελόσκυλο
7 τεμπέλαρος
8 κοπρόσκυλο
9 ανεπρόκοπος
10 κοπρίτης

ignàvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲavo]

1 ράθυμος
2 τεμπέλικος
3 νωθρός
4 οκνός
5 ληθαργικός
6 δειλός
7 αργός
8 τιποτένιος
9 χυδαίος
10 αργοκίνητος
11 βραδυκίνητος
12 βραδύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ignavia Ignazio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

iglò (ουσ αρσ )
iglù (ουσ αρσ )
igname (ουσ αρσ )
ignaro (επίθ.)
ignavia (θηλ.ουσ)
ignavo (ουσ αρσ )
ignavo (επίθ.)
Ignazio (ουσ αρσ )
igneo (επίθ.)
ignicolo (ουσ αρσ )
ignifero (επίθ.)
ignifugare (ρ. μτβ.)
ignifugazione (θηλ.ουσ)
ignifugo (επίθ.)
ignipuntura (θηλ.ουσ)
ignispicio (ουσ αρσ )
ignito (επίθ.)
ignitron (ουσ αρσ )
ignivomo (επίθ.)
ignizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---