Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ignàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iɲˈɲame]

γλυκοπατάτα γένους Dioscorea


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iglù ignaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

igienicamente (επίρ.)
igienico (επίθ.)
igienista (ουσ αρσ και θηλ.)
iglò (ουσ αρσ )
iglù (ουσ αρσ )
igname (ουσ αρσ )
ignaro (επίθ.)
ignavia (θηλ.ουσ)
ignavo (ουσ αρσ )
ignavo (επίθ.)
Ignazio (ουσ αρσ )
igneo (επίθ.)
ignicolo (ουσ αρσ )
ignifero (επίθ.)
ignifugare (ρ. μτβ.)
ignifugazione (θηλ.ουσ)
ignifugo (επίθ.)
ignipuntura (θηλ.ουσ)
ignispicio (ουσ αρσ )
ignito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---