Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ignispicio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [iɲɲisˈpiʧo]

πυρομαντεία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ignipuntura ignito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ignifero (επίθ.)
ignifugare (ρ. μτβ.)
ignifugazione (θηλ.ουσ)
ignifugo (επίθ.)
ignipuntura (θηλ.ουσ)
ignispicio (ουσ αρσ )
ignito (επίθ.)
ignitron (ουσ αρσ )
ignivomo (επίθ.)
ignizione (θηλ.ουσ)
ignobile (επίθ.)
ignobilitare (ρ. μτβ.)
ignobilmente (επίρ.)
ignobiltà (θηλ.ουσ)
ignominia (θηλ.ουσ)
ignominioso (επίθ.)
ignorantaggine (θηλ.ουσ)
ignorante (ουσ αρσ και θηλ.)
ignorante (επίθ.)
ignorantello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---