Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


iettàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [jetˈtato]

1 γρουσούζικος
2 άτυχος
3 ματιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  iettare iettatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ierocrazia (θηλ.ουσ)
ierofante (ουσ αρσ )
ieroglifico (αρσ. επίθ και ουσ)
iersera (επίρ.)
iettare (ρ. μτβ.)
iettato (επίθ.)
iettatore (ουσ αρσ )
iettatura (θηλ.ουσ)
ifa (θηλ.ουσ)
Ifigenia (κύρ.όν. θηλ.)
igea (θηλ.ουσ)
igiene (θηλ.ουσ)
igienicamente (επίρ.)
igienico (επίθ.)
igienista (ουσ αρσ και θηλ.)
iglò (ουσ αρσ )
iglù (ουσ αρσ )
igname (ουσ αρσ )
ignaro (επίθ.)
ignavia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---