Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ierocrazìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [jerokratˈtsia]

1 κληρικοκρατία
2 παπαδοκρατία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ierocratico ierofante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ieri (ουσ αρσ )
ieri (επίρ.)
iermattina (επίρ.)
iernotte (επίρ.)
ierocratico (επίθ.)
ierocrazia (θηλ.ουσ)
ierofante (ουσ αρσ )
ieroglifico (αρσ. επίθ και ουσ)
iersera (επίρ.)
iettare (ρ. μτβ.)
iettato (επίθ.)
iettatore (ουσ αρσ )
iettatura (θηλ.ουσ)
ifa (θηλ.ουσ)
Ifigenia (κύρ.όν. θηλ.)
igea (θηλ.ουσ)
igiene (θηλ.ουσ)
igienicamente (επίρ.)
igienico (επίθ.)
igienista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---