Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

giòstra (θηλ.ουσ) giovialità (θηλ.ουσ)
giostrànte (αρσ. επίθ και ουσ) giovialóne (ουσ αρσ )
giostràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) giovinàstro (ουσ αρσ )
giostratóre (ουσ αρσ ) giovincèllo (ουσ αρσ )
giottésco (ουσ αρσ ) giovinézza (θηλ.ουσ)
giottésco (επίθ.) gipaèto (ουσ αρσ )
giovaménto (ουσ αρσ ) gipèto (ουσ αρσ )
gióvane (ουσ αρσ και θηλ.) gippóne (ουσ αρσ )
gióvane (επίθ.) gipsotèca (θηλ.ουσ)
giovanétta (θηλ.ουσ) girabacchìno (ουσ αρσ )
giovanétto (αρσ. επίθ και ουσ) girabecchìno (ουσ αρσ )
giovanìle (επίθ.) giràbile (επίθ.)
Giovànna (κύρ.όν. θηλ.) giradìschi (ουσ αρσ )
giovannèo (επίθ.) giradìto (ουσ αρσ )
Giovànni (ουσ αρσ ) giràffa (θηλ.ουσ)
giovanòtto (ουσ αρσ ) giraffìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
giovàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) girafilière (ουσ αρσ )
giovarsi (ρ.μ. (αντων.)) giramàschio (ουσ αρσ )
Giòve (ουσ αρσ ) giraménto (ουσ αρσ )
giovedì (ουσ αρσ ) giramóndo (ουσ αρσ και θηλ.)
giovènca (θηλ.ουσ) giràndola (θηλ.ουσ)
giovènco (ουσ αρσ ) girandolàre (ρ.αμτβ.)
gioventù (θηλ.ουσ) girandolóne (ουσ αρσ )
giovévole (επίθ.) girandolóni (επίρ.)
gioviàle (επίθ.) girànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: