Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

damigèlla (θηλ.ουσ) dannóso (επίθ.)
damigiàna (θηλ.ουσ) dànte (κύρ.όν. αρσ.)
damìsta (ουσ αρσ και θηλ.) dantésca (θηλ.ουσ)
damméno (επίθ.) dantésco (επίθ.)
danaro (ουσ αρσ ) dantìsmo (ουσ αρσ )
danaróso (αρσ. επίθ και ουσ) dantìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
dancing (ουσ αρσ ) dantìstica (θηλ.ουσ)
dànda (θηλ.ουσ) dànza (θηλ.ουσ)
dandìsmo (ουσ αρσ ) danzànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
danése (ουσ αρσ και θηλ.) danzàre (ρ.αμτβ.)
danése (επίθ.) danzatóre (ουσ αρσ )
Danimàrca (θηλ.ουσ) danzatrìce (θηλ.ουσ)
dannàbile (επίθ.) dappertùtto (επίρ.)
dannàre (ρ. μτβ.) dappiè (επίρ.)
dannarsi (ρ.μ. (αντων.)) dappiède (επίρ.)
dannàto (ουσ αρσ ) dappiù (επίθ.)
dannàto (επίθ.) dappocàggine (θηλ.ουσ)
dannazióne (θηλ.ουσ) dappòco (επίθ.)
dannazióne (επιφ.) dappòi (σύνδ.)
danneggiaménto (ουσ αρσ ) dappoiché (σύνδ.)
danneggiàre (ρ. μτβ.) dapprèsso (επίρ.)
danneggiarsi (ρ.μ. (αντων.)) dapprìma (επίρ.)
danneggiàto (αρσ. επίθ και ουσ) dapprincìpio (επίρ.)
dànno (ουσ αρσ ) dardeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dannosità (θηλ.ουσ) dàrdo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: