Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdanneggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [dannedʤaˈmento] 1 καταδίκη 2 βλάβη 3 ζημιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |