Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdanneggiàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [dannedˈʤato] 1 στραπατσαρισμένος 2 χαλασμένος 3 ζημιωμένος 4 φθαρμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |