Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


danzatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dantsaˈtore]

χορευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  danzare danzatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dantista (ουσ αρσ και θηλ.)
dantistica (θηλ.ουσ)
danza (θηλ.ουσ)
danzante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
danzare (ρ.αμτβ.)
danzatore (ουσ αρσ )
danzatrice (θηλ.ουσ)
dappertutto (επίρ.)
dappiè (επίρ.)
dappiede (επίρ.)
dappiu (επίθ.)
dappocaggine (θηλ.ουσ)
dappoco (επίθ.)
dappoi (σύνδ.)
dappoiché (σύνδ.)
dappresso (επίρ.)
dapprima (επίρ.)
dapprincipio (επίρ.)
dardeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---