Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dappòco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dapˈpɔko]

1 ανάξιος
2 άχρηστος
3 που δεν αξίζει και πολλά
4 τιποτένιος
5 ανάρμοστος
6 μηδαμινός
7 ανίκανος
8 άτοπος
9 ανεπιτήδειος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dappocaggine dappoi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dappertutto (επίρ.)
dappiè (επίρ.)
dappiede (επίρ.)
dappiu (επίθ.)
dappocaggine (θηλ.ουσ)
dappoco (επίθ.)
dappoi (σύνδ.)
dappoiché (σύνδ.)
dappresso (επίρ.)
dapprima (επίρ.)
dapprincipio (επίρ.)
dardeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dardo (ουσ αρσ )
dare (ρ. μτβ.)
darsi (ρ.μ. (αντων.))
darsena (θηλ.ουσ)
darviniano (ουσ αρσ )
darviniano (επίθ.)
darvinismo (ουσ αρσ )
darvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---