Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dàrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdardo]

1 ακόντιο
2 πύραυλος ριχνόμενος από καταπέλτη
3 βλήμα
4 φλόγα ισχυρά καιγόμενη
5 έντονο φως και ζέστη
6 καυτή ακτίνα
7 ξαφνική έκρηξη
8 βέλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dardeggiare dare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dappoiché (σύνδ.)
dappresso (επίρ.)
dapprima (επίρ.)
dapprincipio (επίρ.)
dardeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dardo (ουσ αρσ )
dare (ρ. μτβ.)
darsi (ρ.μ. (αντων.))
darsena (θηλ.ουσ)
darviniano (ουσ αρσ )
darviniano (επίθ.)
darvinismo (ουσ αρσ )
darvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dasiuro (ουσ αρσ )
data (θηλ.ουσ)
databile (επίθ.)
datare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
datario (ουσ αρσ )
datazione (θηλ.ουσ)
dateria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---