Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


datàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [daˈtarjo]

1 αξιωματούχος στο λογιστήριο του Βατικανού
2 λογιστήριο του Βατικανού
3 σφραγίδα ημερομηνίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  datare datazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

darvinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
dasiuro (ουσ αρσ )
data (θηλ.ουσ)
databile (επίθ.)
datare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
datario (ουσ αρσ )
datazione (θηλ.ουσ)
dateria (θηλ.ουσ)
dativo (ουσ αρσ )
dativo (επίθ.)
dato (ουσ αρσ )
dato (επίθ.)
datore (ουσ αρσ )
datoriale (επίθ.)
dattero (ουσ αρσ )
dattilico (επίθ.)
dattilifero (επίθ.)
dattilo (ουσ αρσ )
dattilografa (θηλ.ουσ)
dattilografare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---