Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdatìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [daˈtivo] 1 δοτική 2 δοτική πτώση datìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [daˈtivo] ο της δοτικής πτώσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |