Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dàttilo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdattilo]

δάκτυλος ποιητικού μέτρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dattilifero dattilografa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

datore (ουσ αρσ )
datoriale (επίθ.)
dattero (ουσ αρσ )
dattilico (επίθ.)
dattilifero (επίθ.)
dattilo (ουσ αρσ )
dattilografa (θηλ.ουσ)
dattilografare (ρ. μτβ.)
dattilografia (θηλ.ουσ)
dattilografico (επίθ.)
dattilografo (ουσ αρσ )
dattilologia (θηλ.ουσ)
dattiloscopico (επίθ.)
dattiloscritto (ουσ αρσ )
dattiloscritto (επίθ.)
dattorno (επίθ.)
datura (θηλ.ουσ)
davanti (ουσ αρσ )
davanti (επίθ.)
davanti (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---