Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


datùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [daˈtura]

1 στραμώνιον η δατούρα (φυτό)
2 χόρτο datura stramonium
3 πορδόχορτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dattorno davanti  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dattilologia (θηλ.ουσ)
dattiloscopico (επίθ.)
dattiloscritto (ουσ αρσ )
dattiloscritto (επίθ.)
dattorno (επίθ.)
datura (θηλ.ουσ)
davanti (ουσ αρσ )
davanti (επίθ.)
davanti (επίρ.)
davantino (ουσ αρσ )
davanzale (ουσ αρσ )
davanzo (επίρ.)
davvero (επίρ.)
daziare (ρ. μτβ.)
daziario (επίθ.)
daziere (ουσ αρσ )
dazio (ουσ αρσ )
dea (θηλ.ουσ)
deambulare (ρ.αμτβ.)
deambulatorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---