Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [daˈtura] 1 στραμώνιον η δατούρα (φυτό) 2 χόρτο datura stramonium 3 πορδόχορτο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |