Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdanaróso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [danaˈroso], [danaˈrozo] 1 λεφτάς 2 ευκατάστατος 3 πλούσιος 4 ευνοημένος 5 σε καλή θέση 6 εύπορος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |