Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdamigèlla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [damiˈʤɛlla] 1 ανύπαντρη παράνυφος νύφης 2 γυναίκα συνοδός νύφης 3 δεσποινίς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |