Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


danaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [daˈnaro]

χρήμα (καλύτερα χρησιμοποίησε το denaro)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dammeno danaroso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

damiere (ουσ αρσ )
damigella (θηλ.ουσ)
damigiana (θηλ.ουσ)
damista (ουσ αρσ και θηλ.)
dammeno (επίθ.)
danaro (ουσ αρσ )
danaroso (αρσ. επίθ και ουσ)
dancing (ουσ αρσ )
danda (θηλ.ουσ)
dandismo (ουσ αρσ )
danese (ουσ αρσ και θηλ.)
danese (επίθ.)
Danimarca (θηλ.ουσ)
dannabile (επίθ.)
dannare (ρ. μτβ.)
dannarsi (ρ.μ. (αντων.))
dannato (ουσ αρσ )
dannato (επίθ.)
dannazione (θηλ.ουσ)
dannazione (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---