Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdanése
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [daˈnese], [daˈneze] 1 ο Δανός, η Δανέζα 2 (lingua) τα δανικά danése επίθετο Προσφορά I.P.A.: [daˈnese], [daˈneze] δανικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |