Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdamàsco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [daˈmasko] 1 δαμάσκο 2 δαμασκηνό ύφασμα ή ατσάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |